- λελογίσθαι
- λογίζομαιcountperf inf mp
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συνορώ — (I) άω, ΜΑ, και αττ. τ. ξυνορῶ Α [ὁρῶ] μσν. (με απρμφ.) αποφασίζω, κρίνω αρχ. 1. βλέπω συγχρόνως («δύνασθαι δεῑ συνορᾱσθαι τὴν ἀρχὴν καὶ τὸ τέλος», Αριστοτ.) 2. βλέπω και, γενικά, αντιλαμβάνομαι κάτι συνολικά («τὸν βίον συνεωρακέναι καὶ… … Dictionary of Greek